αποκληρωτικος

αποκληρωτικος
    ἀποκληρωτικός
    ἀπο-κληρωτικός
    3
    зависящий от жребия, случайный Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αποκληρωτικος" в других словарях:

  • ἀποκληρωτικός — choosing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκληρωτικός — ή, ό (Α ἀποκληρωτικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την αποκλήρωση αρχ. 1. αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην τύχη 2. «ἀποκληρωτικός λόγος» ο ασαφής …   Dictionary of Greek

  • ἀποκληρωτικόν — ἀποκληρωτικός choosing masc acc sg ἀποκληρωτικός choosing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρωτικῶς — ἀποκληρωτικός choosing adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρωτικώτατος — ἀποκληρωτικός choosing masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκληρωτικάς — ἀποκληρωτικά̱ς , ἀποκληρωτικός choosing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»